ТАТУИРОВАТЬ - ορισμός. Τι είναι το ТАТУИРОВАТЬ
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ТАТУИРОВАТЬ - ορισμός


татуировать      
несов. и сов. перех.
Наносить на тело человека узоры и рисунки путем наколов на коже и введения под кожу особой краски; делать татуировку.
ТАТУИРОВАТЬ      
наколов на теле узоры, ввести (вводить) под кожу особую краску.
татуировать      
ТАТУ'ИРОВАТЬ, татуирую, татуируешь, ·совер. и ·несовер., кого-что (·франц. tatouer из полинезийского). Наколоть (накалывать) по коже узоры, натирая их несмываемою краскою. Татуировать руку.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ТАТУИРОВАТЬ
1. Именно поэтому я, кстати, решил татуировать именно свиней.
2. Когда они достигают веса 30-40 кг, начинаем их татуировать.
3. Но в некоторых салонах учеников заставляют татуировать куриные окорочка и даже бананы.
4. Я даже иногда разговариваю с ней". Впрочем, иные звезды предпочитают татуировать на своих телах некие установки.
Τι είναι татуировать - ορισμός